- μελιτόχρους
- μελιτόχρους, -ουν και, -οος, -οον (ΑM)βλ. μελίχρους.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μελίχρους — ουν (ΑM μελίχρους και μελιτόχρους ουν και οος, οον, Α και μελλίχρους, ουν, Μ και μελίχροιος, ον) αυτός που έχει το χρώμα τού μελιού, μελίχρωμος, μελής μσν. μελαχρινός αρχ. 1. αυτός που έχει παρασκευαστεί από μέλι ή που έχει γλυκαθεί με μέλι,… … Dictionary of Greek
μελιτώδης — ες (ΑM μελιτώδης, ῶδες) [μέλι] αυτός που μοιάζει με το μέλι ως προς τη γεύση, το χρώμα ή τη σύσταση, μελιτόχρους, μελιχρός, μελάτος μσν. παχύρρευστος σαν το μέλι αρχ. (το ουδ. ως κύριο όν.) Μελιτῶδες προσωνυμία τής Περσεφόνης, επειδή οι ιέρειές… … Dictionary of Greek
αρμιλαρία — (armillaria melea). Ανώτερος μύκητας (μανιτάρι) της οικογένειας των αγαρικιδών, που ανήκει στους βασιδιομύκητες, δηλαδή στους μύκητες που σχηματίζουν σπόρια, τα οποία φύονται από ειδικά κύτταρα, που λέγονται βασίδια. Έχει κωνοειδή πίλο πλάτους 2… … Dictionary of Greek